- κηδέστρια
- κηδέστ-ρια, ἡ,A female attendant, keeper, PTeb.378.4 (iii A.D.); guardian, PThead.18.2 (iii/iv A.D.).2 mother-in-law, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηδέστρια — κηδέστρια, ἡ (Α) [κηδεστής] 1. αυτή που φροντίζει το σπίτι, οικονόμος 2. αυτή που φυλάει κάποιον, φύλακας 3. η πεθερά … Dictionary of Greek
κηδέστρια — female attendant fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεστρίας — κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem acc pl κηδεστρίᾱς , κηδέστρια female attendant fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)